διαδοχή

διαδοχή
διαδοχ-ή, , ([etym.] διαδέχομαι)
A taking over from another, νεώς, of a trierarch, D.50.1.
2 succession, ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι by successions or reliefs, A.Ag.313;

διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Th.2.36

;

ἡ τῶν τέκνων δ. Arist.Pol.1334b39

: freq. in dat. pl.,

ἀνάσσειν διαδοχαῖσιν ἐν μέρει ἐνιαυσίαισιν E.Supp.406

; διαδοχαῖς Ἐρινύων (apparently) by successive attacks of the Furies, Id.IT79; γένους μακραῖς δ. by long pedigrees, Hdn.1.2.2: with Preps., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις in turns, D.4.21, cf. Antiph.8 (but, in succession, Arist.Ph. 228a28); κατὰ διαδοχὴν χρόνου or κατὰ δ., Th.7.27,28;

κατὰ διαδοχάς Arist.Mu.398a33

;

τὰ κατὰ διαδοχὴν κληρονομηθέντα POxy.1201.7

(iii A. D.), cf. BGU907.13 (iii A. D.).
II concrete in military sense, relief, relay,

ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται X.Cyr.1.4.17

, cf. D.21.164
: metaph.,

σελήνη ἡλίου δ. Secund.Sent.6

.
2 the succession (i.e. successors), Luc.Nigr.38; ἡ περὶ τὸν Πλάτωνα δ. the school of Plato, S.E.M.7.190;

Στωϊκή δ. Plu.2.605b

;

ἡ Ἐπικούρου δ. IG22.1009

(Epist. Plotinae); αἱ Διαδοχαί, title of work by Sotion on the Successions or successive heads of the Philosophic Schools, Ath.4.162e, cf. D.L.Prooem.1, 2.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”